eea flag

Μέση συγκέντρωση E. coli και εντερόκοκκων (CFU/100ml) στα δειγματοληπτικά ευρωπαϊκά ύδατα κολύμβησης με και χωρίς προηγούμενες έντονες βροχοπτώσεις

Πηγή: ΕΟΠ, με βάση την ανάλυση των δειγμάτων ποιότητας των υδάτων της οδηγίας για τα ύδατα κολύμβησης (που λαμβάνονται μεταξύ 2008 και 2022 μία φορά το μήνα κατά τη διάρκεια της κολυμβητικής περιόδου, δηλαδή από τον Μάρτιο έως τον Οκτώβριο, ανάλογα με την περιοχή κολύμβησης) και τα δεδομένα της ωριαίας ανάλυσης βροχοπτώσεων του Copernicus ERA5-Land

Σημείωση: Οι προηγούμενες έντονες βροχοπτώσεις ορίζονται ως βροχοπτώσεις >20mm/ημέρα που συμβαίνουν εντός 3 ημερών πριν από τη δειγματοληψία.

Θέματα υγείας

Οι υψηλές θερμοκρασίες, οι μεταβαλλόμενες κατακρημνίσεις και τα ακραία καιρικά φαινόμενα μπορούν να επηρεάσουν άμεσα την κατανομή, τη μετάδοση και την ανθεκτικότητα των παθογόνων στο περιβάλλον, επηρεάζοντας τη συχνότητα εμφάνισης και την εξάπλωση λοιμωδών νόσων ευαίσθητων στο κλίμα. Οι άνθρωποι μπορούν να μολυνθούν μέσω της κατάποσης μολυσμένου νερού ή τροφής, της επαφής με το δέρμα ή της εισπνοής σταγονιδίων νερού. Οι κίνδυνοι μόλυνσης συνδέονται με ιούς όπως ο νοροϊός, ο ροταϊός και η ηπατίτιδα Α· βακτήρια όπως E. coliπου παράγει τοξίνες, Salmonella spp. και Campylobacter spp.· και Cryptosporidium spp., προκαλώντας παρασιτικές λοιμώξεις. Σποραδικά, εμφανίζονται λοιμώξεις από λεπτοσπείρωση, σιγκέλωση, γιαρδίαση και νόσο των λεγεωνάριων (ECDC, 2021). Διαφορετικά παθογόνα μπορούν να προκαλέσουν διάφορες ασθένειες που προκαλούν γαστρεντερικά συμπτώματα ή δερματικές λοιμώξεις (EEA, 2020). Επίσης, τα κυανοβακτήρια (κυρίως σε γλυκά ύδατα), τα φύκια (σε θαλάσσια ύδατα) και τα βακτήρια Vibrio (σε υφάλμυρα ή θαλάσσια ύδατα) μπορεί να είναι επιβλαβή όταν οι άνθρωποι έρχονται σε επαφή με τις τοξίνες τους μέσω επαφής με το δέρμα, μέσω τυχαίας κατάποσης μολυσμένων υδάτων κολύμβησης ή μέσω μολυσμένου πόσιμου νερού ή θαλασσινών. Αυτά τα παθογόνα μπορούν να προκαλέσουν λοίμωξη του τραύματος, του δέρματος και των ματιών, συμπτώματα αλλεργίας, γαστρεντερικές παθήσεις, ηπατική και νεφρική βλάβη, νευρολογικές διαταραχές και καρκίνο (Melaram et al., 2022· Neves et al., 2021).

Επιπτώσεις που παρατηρήθηκαν

Πλημμύρες

Οι συχνότερες και εντονότερες πλημμύρες μπορεί να αυξήσουν την έκθεση σε παθογόνους παράγοντες από μολυσμένο νερό ή συντρίμμια, τα οποία μπορεί να περιέχουν περιττώματα ή σφάγια ζώων, λύματα και επιφανειακή απορροή. Τα στάσιμα ύδατα μετά την πλημμύρα δημιουργούν νέες ζώνες έκθεσης σε παθογόνους παράγοντες, οι οποίες μπορούν επίσης να μολύνουν τις καλλιεργούμενες καλλιέργειες (Weilnhammer et al., 2021). Η διακοπή της παροχής πόσιμου νερού μπορεί να οδηγήσει σε ακατάλληλες πρακτικές υγιεινής ή μόλυνση των πηγών νερού και να συμβάλει στη μετάδοση ασθενειών, ειδικά από ιδιωτικά πηγάδια. Επίσης, στις προσπάθειες καθαρισμού μετά τις πλημμύρες και στα προσωρινά καταφύγια, όπου η υψηλή πυκνότητα των εκτοπισθέντων και η διακοπή της υγειονομικής περίθαλψης μπορούν να διευκολύνουν την εξάπλωση λοιμωδών νόσων, αυξάνονται οι κίνδυνοι μόλυνσης (ECDC, 2021). Οι επιδημικές εξάρσεις μετά τις πλημμύρες, ιδίως μέσω μολυσμένων τροφίμων και νερού, μπορούν να κλιμακώσουν τα ποσοστά θνησιμότητας έως και 50 % κατά το πρώτο έτος μετά από πλημμύρα (Weilnhammer et al., 2021). Σε ολόκληρη την Ευρώπη έχουν αναφερθεί διάφορα κρούσματα και κρούσματα νόσων που σχετίζονται με τις πλημμύρες [π.χ. κρούσματα λεπτοσπείρωσης που συνδέονται με νεφοέκρηξη στην Κοπεγχάγη το 2011 (Müller et al., 2011), κρούσματα κρυπτοσποριδίωσης σε παιδιά μετά από πλημμύρες στη Γερμανία το 2013 (Gertler et al., 2015), γαστρεντερικές και αναπνευστικές νόσους μετά από πλουβιακές πλημμύρες στις Κάτω Χώρες το 2015 (Mulder et al., 2019)].

Η διαταραχή των σταθμών ηλεκτροπαραγωγής ή των δικτύων ύδρευσης που σχετίζεται με τις πλημμύρες μπορεί να επηρεάσει την αποθήκευση και την προετοιμασία των τροφίμων και να αυξήσει τον κίνδυνο τροφιμογενών ασθενειών, ιδίως σε θερμές καιρικές συνθήκες.

Ξηρασία

Οι ξηρασίες μπορούν να επιδεινώσουν την ποιότητα του νερού, προωθώντας την ανάπτυξη παθογόνων και αυξάνοντας τις συγκεντρώσεις βαρέων μετάλλων και ρύπων. Η λειψυδρία μπορεί να προκαλέσει περικοπές στη δημόσια παροχή νερού και τη χρήση μη επεξεργασμένου νερού για άρδευση, αυξάνοντας τον κίνδυνο τροφιμογενών ασθενειών όπως η STEC (Semenza et al., 2012). Επιπλέον, η ανεπαρκής παροχή νερού μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλότερα πρότυπα υγιεινής στη βιομηχανία επεξεργασίας τροφίμων και να προκαλέσει αυξημένο κίνδυνο τροφιμογενών νόσων (Bryan et al., 2020).

Στα ύδατα κολύμβησης, η μειωμένη στάθμη των υδάτων κατά τη διάρκεια ξηρών περιόδων αυξάνει τις συγκεντρώσεις παθογόνων στα ύδατα κολύμβησης (Mosley, 2015· Coffey et al., 2019). Έμμεσα, οι πρακτικές διατήρησης των υδάτων που προκαλούνται από ξηρασία συγκεντρώνουν ρύπους στα λύματα, στους σταθμούς επεξεργασίας λυμάτων και στους αυξανόμενους κινδύνους υδατογενών νόσων λόγω υψηλότερων συγκεντρώσεων ορισμένων παθογόνων παραγόντων (π.χ. παράσιτα Giardia ή Cryptosporidium) στα λύματα των σταθμών επεξεργασίας υδάτων και, στη συνέχεια, στα υδατικά συστήματα (Semenza και Menne, 2009). Οι χαμηλές ροές και οι υψηλότερες θερμοκρασίες των υδάτων ευνοούν επίσης την άνθιση κυανοβακτηρίων και επιβλαβών φυκών (Mosley, 2015· Coffey et al., 2019). Οι ξηρές περίοδοι ενισχύουν τις δραστηριότητες αναψυχής στο νερό, αυξάνοντας την έκθεση σε παθογόνα όπως Leptospirosa spp., E. coli που παράγει τοξίνες, εντερόκοκκοι ή παράσιτα που προκαλούν ελκώδη δερματίτιδα (η λεγόμενη φαγούρα του κολυμβητή).

Υψηλές θερμοκρασίες νερού και αέρα

Βίμπριο

Οι αυξημένες θερμοκρασίες του νερού επιταχύνουν τον ρυθμό ανάπτυξης των υδατογενών παθογόνων, τα οποία ενέχουν κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία μέσω του πόσιμου νερού και της χρήσης νερού αναψυχής. Οι λοιμώξεις που σχετίζονται με το θαλάσσιο περιβάλλον κυριαρχούνται από λοιμώξεις με Vibrio spp.[1], οι οποίες ευδοκιμούν σε θερμό νερό (>15°C) και χαμηλή έως μέτρια αλατότητα. Η υπερθέρμανση της Βαλτικής Θάλασσας θεωρείται ο κύριος παράγοντας για τη σημαντική αύξηση των λοιμώξεων από Vibrio spp. τις τελευταίες δεκαετίες. Όπως και οι πέντε ευρωπαϊκές θάλασσες, η Βαλτική Θάλασσα έχει θερμανθεί σημαντικά από το 1870, ιδίως τα τελευταία 30 χρόνια (ΕΟΧ, 2024), και τα ρηχά, χαμηλής αλατότητας και πλούσια σε θρεπτικά συστατικά νερά της την καθιστούν ιδιαίτερα κατάλληλη για Vibrio spp. Σύμφωνα με τους van Daalen et al. (2024), 18 χώρες παρουσίασαν κατάλληλες περιοχές για Vibrio spp. στην Ευρώπη το 2022, και το μήκος της πληγείσας ακτογραμμής στις χώρες αυτές (23 011 km το 2022) παρουσιάζει σταθερή αύξηση μεταξύ 1982 και 2022, ιδίως στη δυτική Ευρώπη. Σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, έχουν αναφερθεί περισσότερα κρούσματα λοίμωξης από Vibrio τα τελευταία χρόνια με θερινούς καύσωνες και εξαιρετικά υψηλές θερμοκρασίες (π.χ. Folkhälsomyndigheten, 2023, Brehm et al., 2021). Ο κίνδυνος μόλυνσης από το λιγότερο κοινό Shewanella spp. αυξάνεται επίσης με την αύξηση της θερμοκρασίας του θαλάσσιου νερού στην Ευρώπη (π.χ. Naseer et al., 2019· Hounmanou et al., 2023).

Κυανοβακτήρια

Ο πρωταρχικός παράγοντας που επηρεάζει την παρουσία κυανοβακτηριακών ανθίσεων είναι η διαθεσιμότητα θρεπτικών ουσιών, κυρίως αζώτου και φωσφόρου που προέρχονται από γεωργικές εκτάσεις με απορροή. Σε μικρότερο βαθμό, οι αυξημένες θερμοκρασίες των υδάτων μπορούν να επηρεάσουν την εμφάνιση επιβλαβών κυανοβακτηριακών ανθίσεων, οι οποίες κορυφώνονται τον Αύγουστο (West et al., 2021· Huisman et al., 2018). Οι υψηλότερες θερμοκρασίες και οι χαμηλές ροές προκαλούν διαστρωμάτωση στο νερό, γεγονός που ευνοεί περαιτέρω την άνθηση φυκών σε νερό πλούσιο σε θρεπτικά συστατικά (Mosley, 2015· Richardson et al., 2018). Η αύξηση της θερμοκρασίας του νερού επηρεάζει την παρουσία και την κατανομή ορισμένων ειδών κυανοβακτηρίων τροπικής προέλευσης που παράγουν τοξίνες στην Ευρώπη, όπως το Cylindrospermopsis raciborskii. Οι θερμοκρασίες των επιφανειακών υδάτων των λιμνών σε ολόκληρη την Ευρώπη αυξάνονται από τη δεκαετία του 1990, με ρυθμό 0,33 °C ανά δεκαετία (C3S, 2023).

Επιβλαβή φύκη

Οι παρατηρούμενες τάσεις στον πολλαπλασιασμό των επιβλαβών φυκών στα θαλάσσια ύδατα μπορούν να συνδεθούν εν μέρει με την υπερθέρμανση των ωκεανών, τους θαλάσσιους καύσωνες και την εξάντληση του οξυγόνου, παράλληλα με ισχυρούς μη κλιματικούς παράγοντες, όπως η αυξημένη απορροή θρεπτικών ουσιών και η ρύπανση των ποταμών. Ως εκ τούτου, η κλιματική αλλαγή μπορεί να πυροδοτήσει την έξαρση επιβλαβών φυκών ως αντίδραση στον ευτροφισμό (Gobler, 2020). Στη νότια Ευρώπη, η αύξηση της θερμοκρασίας της θάλασσας προκαλεί τον πολλαπλασιασμό των θαλάσσιων δινομαστιγωτών φυκών και των φυτοτοξινών που παράγουν (Dickey and Plakas, 2010). Οι νευροτοξίνες συσσωρεύονται εύκολα στα ευρωπαϊκά παράκτια οστρακοειδή στη Μάγχη και στην παράκτια περιοχή του Ατλαντικού της Βρετάνης (Belin et al., 2021) και προκαλούν γαστρεντερικές παθήσεις, νευρολογικές διαταραχές και οξεία τοξικότητα όταν καταναλώνονται από ανθρώπους (Etheridge, 2010). Επιπλέον, έχουν τεκμηριωθεί στις Κανάριες Νήσους και στη Μαδέρα περιπτώσεις δηλητηρίασης με θαλασσινά από ψάρια που αλιεύονται τοπικά λόγω σιγουατοξινών.

Οι υψηλές θερμοκρασίες αέρα μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά την ποιότητα των τροφίμων κατά τη μεταφορά, την αποθήκευση και τον χειρισμό γενικότερα.

[1] Τα Vibrio parahaemolyticus, V. vulnificus και V. cholerae είναι σημαντικά παθογόνα για τον άνθρωπο

Προβλεπόμενα αποτελέσματα

Οι λοιμώξεις από Vibrio αναμένεται να συνεχίσουν να αυξάνονται στη Βαλτική Θάλασσα λόγω της κλιματικής αλλαγής. Η καταλληλότητα της θερμοκρασίας της επιφάνειας της θάλασσας για το Vibrio στη Βόρεια και Βαλτική Θάλασσα προβλέπεται να αυξήσει τον αριθμό των μηνών σε ένα έτος με αρκετά ζεστό θαλασσινό νερό για την πιθανή παρουσία ανθρώπινων παθογόνων Vibrio spp. (Wolf et al., 2021). Σύμφωνα με την EFSA et al. (2020), Vibrio spp. είναι ο βιολογικός κίνδυνος για την ανθρώπινη υγεία με τη μεγαλύτερη πιθανότητα να επιδεινωθεί στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής και να έχει σχεδόν τον υψηλότερο αντίκτυπο στην ανθρώπινη υγεία.

Οι αυξημένες θερμοκρασίες και τα συχνότερα και εντονότερα ακραία φαινόμενα (όπως πλημμύρες και ξηρασίες) που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή είναι επίσης πιθανό να αυξήσουν τον κίνδυνο άλλων ασθενειών που μεταδίδονται με το νερό και τα τρόφιμα, οι οποίες προκαλούνται από ιούς, βακτήρια και παράσιτα.

Απαντήσεις πολιτικής P

Οι απαντήσεις για την πρόληψη και τη μείωση των δυσμενών αποτελεσμάτων για την υγεία που προκύπτουν από τροφιμογενείς και υδατογενείς νόσους περιλαμβάνουν τη δημιουργία αποτελεσματικών συστημάτων επιτήρησης των νόσων (ιδίως κατά τη διάρκεια περιόδων υψηλού κινδύνου), την ενίσχυση των κανονισμών και του ελέγχου για την ασφάλεια των τροφίμων και την ποιότητα των υδάτων, τα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης και τα σχέδια έκτακτης ανάγκης, την κατάρτιση και την ευαισθητοποίηση των επαγγελματιών του τομέα της έκτακτης ανάγκης, της υγειονομικής περίθαλψης και της δημόσιας υγείας, την παροχή πληροφοριών και την ευαισθητοποίηση σχετικά με τους κινδύνους και τις υγειονομικές πρακτικές και τα αντίμετρα για το ευρύ κοινό.

Η παρακολούθηση των ασθενειών που μεταδίδονται από το νερό και τα τρόφιμα στην Ευρώπη πραγματοποιείται από το ECDC και την EFSA, με βάση τα δεδομένα που συλλέγονται από τα κράτη μέλη της ΕΕ. Το ECDC καταρτίζει ετήσιες επιδημιολογικές εκθέσεις για ασθένειες που πρέπει να κοινοποιούνται και επικαιροποιεί τον Άτλαντα Επιτήρησης Λοιμωδών Νόσων. Εκπονεί επίσης εκτιμήσεις κινδύνου, ανάλογα με τις ανάγκες, σε περίπτωση επιδημικών εξάρσεων και ταχείες εκτιμήσεις επιδημικών εξάρσεων με την EFSA για τροφιμογενείς εξάρσεις. Η EFSA καταρτίζει, από κοινού με το ECDC, ετήσιες συνοπτικές εκθέσεις σχετικά με τις ζωονοσογόνες λοιμώξεις και τις εστίες τροφιμογενών λοιμώξεων.

Σύμφωνα με την οδηγία της ΕΕ για το πόσιμο νερό, η μικροκυστίνη-LR, μια κοινή και ευρέως διαδεδομένη κυανοτοξίνη, μετράται όταν ανιχνεύεται κυανοβακτηριακή άνθηση σε δεξαμενή πόσιμου νερού (ΕΕ, 2020β). Η οδηγία της ΕΕ για τα ύδατα κολύμβησης ορίζει ότι, σε περίπτωση πιθανής ανθοφορίας (αύξηση της πυκνότητας των κυανοβακτηριακών κυττάρων ή του δυναμικού ανθοφορίας), πρέπει να διενεργείται κατάλληλη παρακολούθηση ώστε να καθίσταται δυνατός ο έγκαιρος εντοπισμός των κινδύνων για την υγεία. Όταν παρατηρείται πολλαπλασιασμός των κυανοβακτηρίων και έχει εντοπιστεί ή τεκμαίρεται κίνδυνος για την υγεία, πρέπει να λαμβάνονται αμέσως κατάλληλα διαχειριστικά μέτρα για την πρόληψη της έκθεσης, συμπεριλαμβανομένης της παροχής πληροφοριών στο κοινό.

Μεταξύ των χωρών μελών του ΕΟΧ και των συνεργαζόμενων χωρών, 24 έχουν κυρώσει το πρωτόκολλο για το νερό και την υγεία, μια διεθνή, νομικά δεσμευτική συμφωνία για τις χώρες της πανευρωπαϊκής περιοχής με σκοπό την προστασία της ανθρώπινης υγείας και ευημερίας μέσω της βιώσιμης διαχείρισης των υδάτων και μέσω της πρόληψης και του ελέγχου των ασθενειών που σχετίζονται με το νερό. Η αύξηση της ανθεκτικότητας στην κλιματική αλλαγή είναι ένας από τους τεχνικούς τομείς στο πλαίσιο του προγράμματος εργασίας του πρωτοκόλλου (ΟΕΕ/ΗΕ, 2022).

Περαιτέρωπληροφορίες

Αναφορές

Language preference detected

Do you want to see the page translated into ?

Exclusion of liability
This translation is generated by eTranslation, a machine translation tool provided by the European Commission.